Σόλο (μουσική) - Definition. Was ist Σόλο (μουσική)
Diclib.com
Online-Wörterbuch

Was (wer) ist Σόλο (μουσική) - definition


Σόλο (μουσική)         
Στη μουσική γενικά ο όρος σόλο, (εκ της ιταλικής solo που σημαίνει μόνος), χρησιμοποιείται πολλαπλά είτε σε έργα ορχήστρας, σε χρήση οργάνου, είτε σε χορικά έργα.
Κλασική μουσική         
ΕΥΡΕΊΑ ΠΑΡΆΔΟΣΗ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΉΣ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΉΣ ΤΈΧΝΗΣ
Κλασσική μουσική
Με τον όρο κλασική μουσική αναφέρεται ευρύτερα η δυτικοευρωπαϊκή μουσική παραγωγή που εκτείνεται σε μία αρκετά μεγάλη χρονική περίοδο, περίπου από το έτος 470 μ.Χ.
Μουσική House         
ΕΊΔΟΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΉΣ ΧΟΡΕΥΤΙΚΉΣ ΜΟΥΣΙΚΉΣ
House μουσική; Μουσική house
Η μουσική «house» (χάουζ) είναι είδος ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής, που χαρακτηρίζεται από έναν επαναλαμβανόμενο ρυθμό «φορ-ον-δε-φλορ» (όπως στην ντίσκο) και συνήθως τέμπο 120 έως 130 κτύπους ανά λεπτό. Δημιουργήθηκε από DJs και μουσικούς παραγωγούς από την «υπόγεια» κουλτούρα των κλαμπ του Σικάγου τη δεκαετία του 1980, καθώς DJs άρχισαν να τροποποιούν τραγούδια της ντίσκο για να τους προσδώσουν ένα πιο μηχανικό μπητ και βαθύτερα μπάσα.

Wikipedia

Σόλο (μουσική)
Στη μουσική γενικά ο όρος σόλο, (εκ της ιταλικής solo που σημαίνει μόνος), χρησιμοποιείται πολλαπλά είτε σε έργα ορχήστρας, σε χρήση οργάνου, είτε σε χορικά έργα.